Μια φορά κι έναν καιρό, έγραφα.
Έγραφα ένα παραμύθι.
Μέχρι που το παραμύθι, έγινε εγώ,
κι εγώ το παραμύθι.
Και σταμάτησα να γράφω.
Μόνο ζούσα.
Και ταξίδεψα.
Μέσα σε δίνη από σύννεφα σπειροειδή'
τα δυτικά τοπία ξεπρόβαλλαν αργά
σ' αέρινες επιφάνειες
μέσ' από τροπικές νύχτες
άγρια ζώα σάλευαν στα δάση,
στα σκοτεινά δάση,
τρένα σφύριζαν
το πριονίδι έτριζε στα τσίρκα.
Μην με προδώσεις ποτέ, είπα'
Ποτέ μη μ' αγαπήσεις λιγότερο'
Και ταξίδεψα.
Ανάμεσα σε καθεδρικά βουνά.
Τα τείχη κατέρρεαν.
Ανάμεσά τους αβέβαια πλάσματα,
άμορφα πλάσματα του σκότους
όταν έκραξε το καταραμμένο
πουλί του Προμηθέα.
Ταξίδευα.
Διασχίζοντας έρημα νεκροταφεία
ακούγοντας ήχους της κούφιας γης.
Ταξίδευα μ' αυτή την αργή, αυτή
τη μοιραία ταχύτητα.
Χρόνια ολόκληρα πλανιόμουν.
Οι δρόμοι δεν είχαν τέλος.
Παρασύρθηκα σε χαμένες ακτές
μέσα από ηλεκτρικούς κήπους,
σάπια κάστρα.
Κι εσύ έμενες ακίνητη.
Κοιτώντας το φεγγάρι που έρπει.
Το δηλητηριώδη ουρανό που στάζει.
Πλανήθηκα.
Κι εσύ έμενες ακίνητη.
Έκαιγα άγνωστα καύσιμα
φωτίζοντας το σκοτάδι.
Κι εσύ έμενες ακίνητη.
Έτρεμα και παράπαια σε φτηνά μοτέλ
ανήσυχος σαν το τρελό πουλί της μοίρας μας.
Κι εσύ έμενες ακίνητη.
Δεν συναντηθήκαμε ποτέ.
Εγώ πλανιόμουν σε δρόμους που δεν έχουν τέλος.
Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2009
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)